- ὀνομάσαι
- ὀνομά̱σᾱͅ , ὀνομάζωspeak of by namefut part act fem dat sg (doric)ὀνομάζωspeak of by nameaor inf actὀνομάσαῑ , ὀνομάζωspeak of by nameaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀνομᾶσαι — ὀνομάζω speak of by name fut part act fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνόμασαι — ὀνομάζω speak of by name aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
въименити — ВЪИМЕН|ИТИ (2*), Ю, ИТЬ гл. Наименовать, назвать: да дърɤга чл҃вка воименить въ лазарьскоѥ лице. всѩкоѥ чл҃вчьскоѥ. (ὀνομάσῃ) ФСт XIV, 50а; аще в правъду се рещи. но къ б҃у воименити. ѿшествию оного вещь. (ὀνομάσαι) ГБ XIV, 200б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επίταγμα — ἐπιταγμα, τὸ (AM) [επιτάσσω] διαταγή, προσταγή, εντολή («καὶ ὀνομάσαι τὸ ὑπὸ τοῡ νόμου ἐπίταγμα νόμιμόν τε καὶ δίκαιον», Πλάτ.) μσν. ο φόρος που επιβάλλεται αρχ. 1. παράνομη απαίτηση («τυραννικὸν ἐπίταγμα», Πλάτ.) 2. αυθαίρετη, αυταρχική διαταγή… … Dictionary of Greek
ονομάζω — (Α ὀνομάζω, αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμάζω, ιων. τ. οὐνομάζω) [όνομα] 1. φωνάζω, καλώ κάποιον με το όνομά του 2. δίνω όνομα σε κάποιον ή σε κάτι, ονοματίζω 3. αναφέρω ονομαστικά, κατονομάζω 4. χαρακτηρίζω κάποιον (α. «τόν ονόμασε κλέφτη» β. «Θαλῆς εἷς … Dictionary of Greek
φιλανθρώπευμα — εύματος, τὸ, ΜΑ [φιλανθρωπεύομαι] φιλανθρωπινή πράξη, φιλανθρωπία («σεισάχθειαν ὀνομάσαι τὸ φιλανθρώπευμα τοῡτο», Πλούτ.) αρχ. πράξη φιλοφροσύνης και αβρότητας … Dictionary of Greek
Ονέγκα — (αγγλ. Onega Lake, ρωσ. Onezhskoye Ozero, φιλανδικά Aaninen). Λίμνη (9.610 τ. χλμ.) της βόρειας Ευρώπης, που βρίσκεται στη Ρωσική Δημοκρατία, στον φιλανδοκαρελικό ισθμό. Η Ο. είναι μετά τη Λαντόγκα η μεγαλύτερη λίμνη της Ευρώπης. Έχει μέσο βάθος… … Dictionary of Greek